γνωρίμου

γνωρίμου
γνώριμος
well-known
masc/neut gen sg
γνώριμος
well-known
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασύστατος — και σταγος, η, ο (AM ἀσύστατος, ον) [συνίστημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σοβαρότητα, αστήριχτος, αβάσιμος 2. αυτός που δεν έχει φιλική σύσταση εκ μέρους κάποιου φίλου ή γνωρίμου 3. άστατος, ανερμάτιστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει συνοχή ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”